“Πόσα χρήματα θέλετε για να μου δώσετε ένα κουτάβι ;” ρώτησε.
“Από τριάντα έως πενήντα ευρώ”, απάντησε ο ιδιοκτήτης.
Ο μικρός , βγάζοντας τα χρήματα που είχε στην τσέπη του , είπε :
“Δυστυχώς έχω μόνο δύο ευρώ. Μπορώ τουλάχιστον να χαζέψω για λίγο τα κουτάβια ;”
Ο ιδιοκτήτης χαμογέλασε και σφύριξε δυνατά. Μια σκυλίτσα μπήκε στο δωμάτιο , ακολουθούμενη από πέντε κουτάβια. Το ένα κούτσαινε, με αποτέλεσμα να μένει λίγο πιο πίσω από τα άλλα κουτάβια. Τότε ο μικρός ρώτησε :
“Τι έχει αυτό το κουταβάκι και κουτσαίνει ;”
Ο ιδιοκτήτης τού εξήγησε πως το κουταβάκι είχε γεννηθεί με πρόβλημα στο γοφό και πως θα έμενε έτσι σε όλη του τη ζωή. Ο μικρός , ενθουσιασμένος , φώναξε αποφασιστικά :
“Θέλω να το αγοράσω !”
Ο μαγαζάτορας γέλασε και του είπε :
“Δε νομίζω ότι θέλεις ένα κουτσό κουτάβι αλλά , αν επιμένεις , μπορώ να σ’ το χαρίσω”.
Ο μικρός όμως ήταν περήφανος και του είπε ότι θα προτιμούσε να αγοράσει το κουτάβι κι ότι θα έκανε τα αδύνατα δυνατά να ξεπληρώσει το χρέος στο μαγαζάτορα , δίνοντάς του ένα ποσό κάθε μήνα.
Ο άντρας γέλασε ξανά και είπε :
“Το κουτάβι αυτό είναι άχρηστο , πραγματικά δε σου χρειάζεται , ποτέ δε θα μπορέσει να τρέξει και να παίξει μαζί σου όπως τα άλλα”.
Τότε ο μικρός σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του και άφησε να φανεί το αριστερό του πόδι , το οποίο υποστηριζόταν από ένα μεταλλικό σίδερο.
“Όπως βλέπετε , ούτε κι εγώ θα μπορέσω να τρέξω και να παίξω μαζί του. Επομένως το κουτάβι θα έχει κάποιον που το καταλαβαίνει”.
Ο άντρας δάγκωσε τα χείλη του μη ξέροντας τι να πει. Δακρυσμένος , προσπάθησε να χαμογελάσει και είπε :
“Εύχομαι όλα τα κουτάβια να βρουν κάποτε έναν ιδιοκτήτη σαν κι εσένα”.
Βλέπετε στη ζωή δεν μετρά το ποιος είσαι , αλλά το αν κάποιος σε αγαπά , σε δέχεται και σε εκτιμά γι’ αυτό που είσαι , χωρίς όρους. Ο καθένα έχει τη δική του αξία και μόνο επειδή υπάρχει.
(Αφιερωμένο με πολύ αγάπη στα άτομα με ειδικές ανάγκες).